- μολπαῖσιν
- μολπήdancefem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπέμπω — ΝΜΑ 1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη τής κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῡτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῡντες», Αριστοφ. γ. «προπέμπουσι… … Dictionary of Greek